- ξεδόντιασμα
- τό1) удаление у кого-л. зубов; вышивание зубов; 2) потеря зубов; 3) перен. обезвреживание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεδόντιασμα — το το αποτέλεσμα τού ξεδοντιάζω, η εξαγωγή ή η έλλειψη δοντιών … Dictionary of Greek
ξεδόντιασμα — το, ατος βγάλσιμο, σπάσιμο, χάσιμο των δοντιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)